- ἀγλαΐζομαι
- ἀγλαΐζομαι (ἀγλαός): glory in, fut. inf. ἀγλαϊεῖσθαι, Il. 10.331†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀγλαίζομαι — ἀγλαίζω splendour pres ind mp 1st sg ἀγλαΐζομαι , ἀγλαίζω splendour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγλαΐζομαι — Α λαμπρύνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγλαΐζομαι «κοσμούμαι, καλλωπίζομαι»] … Dictionary of Greek